- ποτεστάτος
- ο, Νβλ. ποδεστάτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδεστάτος — και ποντεστάτος και ποτεστάτος και ποντεστάς, ο, Ν 1. ο ανώτατος πολιτικός και στρατιωτικός δικαστής στις ιταλικές κοινότητες τού μεσαίωνα 2. δήμαρχος στις ιταλικές κτήσεις τής Αυστρίας από το 1815 ως το 1918 3. δήμαρχος, διορισμένος από την… … Dictionary of Greek